πολεμούμενος

πολεμούμενος
πολεμέω
to be at war
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
πολεμόω
make hostile
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • брань — БРАН|Ь (478), И с. 1.Бой, битва, война: Не съвѣштаваи съ страшивъмъ о брани... ||...и съ рабъмь лѣнивъмь о мънозѣ дѣланьи. (περὶ πολέμου) Изб 1076, 152 152 об.; воиникъ. страстьнѣ падъ на ||=брани. (ἐν τῷ πολέμῳ) ЖФСт XII, 93 об. 94; на браньхъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Λοθάριος — I (Lothair). Όνομα δύο αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Λ. A’ (795 – 855). Συμβασιλιάς (817 840) του πατέρα του, Λουδοβίκου του Ευσεβούς, και βασιλιάς (840 855) της Ιταλίας. Υπεράσπισε με αποφασιστικότητα την προνομιακή θέση που… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”